Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑεός τις

См. также в других словарях:

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ADAGOUS — Hesych. Α᾿δαγοοὺς, θεός τις παρὰ φρνξίν. Existimet aliquis rescribendum, Α᾿δαδος´ς. Facilius subscriberem; nisi exponerer θεὸς Ε῾ρμαφρόδιτος, Deus semivir. Salmas. θὼς legit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLYBOEA — Dea. Hesych. Πολύβοια, θεός τις, ὑπ᾿ ενίων Α῎ρτεμις, ὑπὸ δὲ ἄλλων Κόρη, nempe a βόω, sive βόςκω, pasco, ut idem sit ac Homeri Πουλυβότειρα, aut Παμβῶτις γῆ, quod apud Sophoclem in Philoctete Ac fortasse similiter Heracleenses, matrem eius Cererem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZAVANA — sive Zavanes. Hesych. Ζααύνας θεός τις εν Σιδῶνι; forte a Zava, timere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Άττις — Θεός των Φρυγών και των Λυδών, o οποίος συνδέεται στενά με τον μύθο και τη λατρεία της Κυβέλης. Γράφεται και Άττης. Η μητέρα του τον γέννησε, αφού έφαγε τον καρπό μιας αμυγδαλιάς, που είχε φυτρώσει από τα γεννητικά όργανα που απέκοψαν οι θεοί από …   Dictionary of Greek

  • Θωρ — Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και… …   Dictionary of Greek

  • Χίπε — Θεός των Αζτέκων, που συνδέθηκε με τις ανθρωποθυσίες που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με το γδάρσιμο του θύματος (X. = Γδαρμένος), το δέρμα του οποίου φορούσαν οι ιερείς ή αυτοί που το είχαν συλλάβει και που, μεταμφιεσμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • Βεελζεβούλ ή Βεελζεβούβ — Θεός της πόλης των Φιλισταίων Ακκαρών στην Παλαιστίνη. Το όνομα Β. προέρχεται από τις εβραϊκές λέξεις Βάαλ, ζεβούλ (κύριος των μυγών) και αντιστοιχούσε προς τον Δία Απομυΐον (που απομακρύνει τις μύγες) των αρχαίων. Αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Ένκι ή Έα — Θεός της χαλδαϊκής πόλης Εριδού. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν προστάτης του ωκεανού, γι’ αυτό και απεικονιζόταν μισός ψάρι και μισός τράγος. Έπλασε τον άνθρωπο και, αφού τον έσωσε από τον κατακλυσμό, του δίδαξε τις τέχνες. Ο Έ. έλεγχε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»